- σφαλερά
- Νεπίρρ. βλ. σφαλερός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σφαλερά — σφαλερός likely to make one stumble neut nom/voc/acc pl σφαλερά̱ , σφαλερός likely to make one stumble fem nom/voc/acc dual σφαλερά̱ , σφαλερός likely to make one stumble fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαλερᾷ — σφαλερός likely to make one stumble fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαλεράν — σφαλερά̱ν , σφαλερός likely to make one stumble fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαλεράς — σφαλερά̱ς , σφαλερός likely to make one stumble fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαλερός — ή, ό / σφαλερός, ά, όν, ΝΜΑ νεοελλ. εσφαλμένος, λανθασμένος μσν. αρχ. 1. αυτός που μπορεί να κάνει κάποιον να πέσει, ολισθηρός 2. ασταθής, αβέβαιος («ἕξις σφαλερὰ πρὸς ὑγίειαν», Πλάτ.) 3. μτφ. επισφαλής, επικίνδυνος («τυραννὶς χρῆμα σφαλερόν»,… … Dictionary of Greek
παρανθώ — έω, Α [ανθώ] (για φυτά που παράγουν άνθη κατά διαδοχή) ανθίζω μερικώς («συμβαίνει δὲ καὶ παρανθεῑν αὐτοῡ μέρος ἄλλο καὶ ἄλλο», Θεόφρ.) 2. ανθίζω κοντά 3. μτφ. παρακμάζω («σφαλερά ή πάροινος ελευθερία παρανθεῑν δυναμένη», Κλήμ. Αλ.) … Dictionary of Greek
παρατυπώνω — παρατυπῶ, όω, ΝΑ νεοελλ. 1. τυπώνω εσφαλμένα, λανθασμένα 2. τυπώνω πάρα πολλά, περισσότερα από όσα χρειάζονται αρχ. (μόνον το μέσ.) παρατυποῡμαι 1. τυπώνω τη σφραγίδα σφάλερά, παραποιώ («τὸ παρασημηνάμενος ὁ Θουκυδίδης ἐπὶ τοῡ παρατυπώσασθαι τῆν… … Dictionary of Greek
κακοδοξία — η 1. κακή φήμη, ανυποληψία, κακό όνομα. 2. (εκκλησ.), πίστη σε σφαλερά θρησκευτικά δόγματα, ανορθοδοξία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)